- στρεβλοκάρδιος
- -ία, -ον, Αδιεστραμμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλός + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. σκληρο-κάρδιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στρεβλοκαρδιώ — άω, Μ [στρεβλοκάρδιος] είμαι στρεβλοκάρδιος* … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
στρεβλοκαρδιάζω — Μ [στρεβλοκάρδιος] έχω διεστραμμένα ψυχικά αισθήματα … Dictionary of Greek